- χορτοφαγία
- ητο να τρώει κανείς χορταρικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χορτοφαγία — η, Ν διατροφή με φρούτα και λαχανικά και συστηματική αποφυγή βρώσης τού κρέατος, ιδίως τού κόκκινου, και τών παραγώγων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
γυμνισμός — Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη… … Dictionary of Greek
ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία … Dictionary of Greek
λαχανοφαγία — η (Α λαχανοφαγία, ιων. τ. λαχανοφαγίη) η διατροφή με λαχανικά, χορτοφαγία, φυτοφαγία … Dictionary of Greek
ποηφαγία — ἡ, Α [ποηφάγος] η χορτοφαγια … Dictionary of Greek
τυφλομεγαλία — η, Ν ιατρ. αύξηση τών διαστάσεων τού τυφλού εντέρου, η οποία αποδίδεται, μερικές φορές, σε υπερβολική χορτοφαγία που δημιουργεί άφθονα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typhlomegalie (< τυφλό[ς] + μεγάλος)] … Dictionary of Greek
χλοηφαγία — ἡ, Μ [χλοηφάγος] χορτοφαγια … Dictionary of Greek
χορτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορτοφαγία ή στον χορτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek